- διάφοβος
- διάφοβος, ον,A timorous, Tz.ad Lyc.1242.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάφοβος — διάφοβος, ον (Μ) συνεσταλμένος, δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek